- πυρρίζουσα
- πυρρίζωto be redpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρριζούσας — πυρριζούσᾱς , πυρρίζω to be red pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πυρριζούσᾱς , πυρρίζω to be red pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… … Dictionary of Greek
πυρρίζω — Α [πυρρός] είμαι ή γίνομαι κόκκινος σαν τη φωτιά («οὐλὴ λευκή, ἤ τηλαυγὴς λευκαίνουσα ἤ πυρρίζουσα», ΠΔ.) … Dictionary of Greek